- παρρησιασαμένῳ
- παρρησιάζομαιspeak freelyaor part mp masc/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παρρησιασαμένωι — παρρησιασαμένῳ , παρρησιάζομαι speak freely aor part mp masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)